- μουστώνω
- αμετ. :
μουστώνω (στον ύπνο) — слишком много спать, переспать; — осоветь от сна (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουστώνω (στον ύπνο) — слишком много спать, переспать; — осоветь от сна (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουστώνω — [μούστος] 1. ζαλίζομαι από αναθυμιάσεις μούστου 2. ναρκώνομαι από βαρύ ύπνο … Dictionary of Greek
μουστώνω — μούστωσα, μουστωμένος 1. ζαλίζομαι από τις αναθυμιάσεις του μούστου: Μούστωσε πατώντας τα σταφύλια. 2. μτφ., ναρκώνομαι επειδή κοιμήθηκα αρκετά, ζαλίζομαι, μεθώ: Περπατούσε μουστωμένος και σκόνταψε σ’ ένα χαντάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούστωμα — το [μουστώνω] 1. ζάλη 2. νάρκωμα, νάρκη … Dictionary of Greek